Περισσότερα: Μοναδικά Λεξικά Δείτε διαδραστικά τα λεξικά και λογισμικά μας της νέας και της αρχαίας Αρχαία Ελλ. Γραμμ. Κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας Λεξιδρόμιο Παιχνίδια-Ασκήσεις Νέας-Αρχαίας μόνο με κλικ Πολυτονικός Ορθογράφος είναι και Αυτόματος Πολυτονιστής, χρησιμοποιεί τέσσερα λεξικά και δεν κάνει κανένα λάθος Επεκτάσεις Περιηγητών Τα λεξικά όπου και εάν είστε μόνο με ένα κλικ |
Η μεγαλύτερη πύλη της αρχαίας και νέας ελληνικής |
Λέξη: μαθητής (Λεξικό ομορρίζων - παραγώγων Νέας & Αρχαίας)
Δείτε και: Κλίση Αρχαίας LSJ Αρχ. Ελλην. ΓραμματείαΚλίση Νέας Συνώνυμα - Σημασία Γνωμικά κ.ά. Λεξικά Δημοτικού
Δείτε και: Κλίση Αρχαίας LSJ Αρχ. Ελλην. Γραμματεία
Αρχική - Ριζική: μανθάνω < αρχ. < μαθ-, συνεσταλμένη μεταπτωτική βαθμίδα της μενθ-, επεκταμένος τύπος της ΙΕ *men-: "σκέπτομαι"
μαθαίνω < ἔ-μαθ-ον, αόρ. β' του αρχ. μανθάνω |
μαθαίνομαι |
μαθημένος |
μαθεύεται |
μαθές < προστ. μάθε του ρ. μαθαίνω |
μαθέ <μάθε, προστακτ. του μαθαίνω |
μάθηση <αρχ. μάθησις < μανθάνω |
μάθημα <αρχ. μάθημα < μανθάνω |
μαθηματάκι |
μαθησιακός <μάθηση |
μαθητεία <μτγν. μαθητεία < μαθητεύω |
μαθητευόμενος μτχ. παθητ. ενεστ. του ρ. μαθητεύω |
μαθητεύω <μτγν. μαθητεύω < μαθητής |
μαθητής <αρχ. μαθητής < μανθάνω |
μαθητάκος |
μαθήτρια <αρχ. μαθητής < μανθάνω |
μαθητριούλα |
μαθηταρούδι |
μαθηταριό |
μαθητιάδα |
μαθητούδι υποκορ. του ουσ. μαθητής |
μαθητικός <αρχ. μαθητικός < μαθητής |
μαθηματικός <αρχ. επίθ. μαθηματικός |
μαθηματικά πληθ. ουδ. του αρχ. επιθ. μαθηματικός |
μαθός <μαθών, μτχ. αορ. του μανθάνω |
μάντης < αρχ. μάντις < συνεσταλμένη βαθμίδα μαν- από θ. μεν- |
μαντικός <αρχ. μαντικός < μάντις |
μαντική θηλ. του αρχ. επιθ. μαντικός |
μαντεία <αρχ. μαντεία < μαντεύομαι |
μαντείο <αρχ. μαντεῖον |
μαντεύω <μτγν. μαντεύω < αρχ. μαντεύομαι < μάντις |
μαντεύεται |
μαντεμένος |
μαντευτής <μτγν. μαντευτής < μαντεύομαι |
μαντευτικός <μτγν. μαντευτικός < μαντεύομαι |
μαντεψιά |
μάντεμα <αρχ. μάντευμα < μαντεύομαι |
μαντοσύνη <αρχ. μαντοσύνη |
μνήμη < αρχ. μνη- του μι-μνή-σκω "θυμίζω" < μενηι-, ομόρρ. με μένος |
μνήμες |
μνημονεύω <αρχ. μνημονεύω < μνήμων |
μνημονεύομαι |
μνημονεύεται |
μνημονευμένος |
μνημονευθείς |
μνημόνευση <μτγν. μνημόνευσις < μνημονεύω |
μνημονευτέος |
μνημείο <αρχ. μνημεῖον < μνῆμα |
μνημειακός <μνημείον |
μνημειακότητα |
μνημειώδης <μνημείον + κατάλ. -ώδης |
μνήμων <αρχ. μνήμων < μνῶμαι |
μνημοσύνη <αρχ. μνημοσύνη < μνήμων |
μνημόσυνο <αρχ. μνημόσυνον < μνήμων |
μνήμα <αρχ. μνῆμα < μνάομαι-ῶμαι |
μνήματα |
μνημονικός <αρχ. μνημονικός < μνήμων |
μνημονική |
μνημονικό |
μνημόνιο <μνήμη |
μνημονιακός |
μνημούρι <μτγν. μνημόριον < λατιν. memorium, με παρετυμολ. επίδραση του μνήμα |
μνηστήρας < αρχ. μνηστήρ < μνῶμαι |
μνηστεύω < αρχ. < μνηστήρ |
μνηστεύομαι |
μνηστευμένος |
μνηστή <αρχ. μνηστή, θηλ. του επιθ. μνηστός < μνάομαι |
μνήστρα <αρχ. μνῆστρον < μνηστεύω |
μνηστεία <αρχ. μνηστεία < μνηστεύω |
μνήστευση <μτγν. μνήστευσις < μνηστεύω |
μούσα < αρχ. Μοῦσα < *μονθ-jα, μενθ- "σκέπτομαι", ομόρριζο με μανθάνω |
μουσική <αρχ. μουσική (τέχνη), θηλ. του επιθ. μουσικός |
μουσικούλα |
μουσικός <αρχ. μουσικός < Μοῦσα |
μουσικότητα <μουσικός |
μουσικάντης < αντιδ. < ιταλ. musicant(e) -ης < musica < λατ. musica < αρχ. μουσική |
μουζικάντης <ιταλ. musicante, μτχ. του musicare |
μιούζικαλ < αντιδ. < αγγλ. musical < music < γαλλ. musique < λατ. musica < αρχ. μουσική] |
μουσείο < αρχ. μουσεῖον "χώρος αφιερωμένος στις Μούσες και στις τέχνες που αυτές αντιπροσωπεύουν" < Μοῦσα |
μουσειακός <μουσείον |
μαίνομαι < αρχ. μεν- |
μένος <αρχ. μένος |
εμμανής < αρχ. < ἐν- + -μανής < θ. μαν- του ρ. μαίνομαι |
μαινάδα <αρχ. μαινάς < μαίνομαι |
μαινόμενος |
μάνητα <μσν. μάνητα < μάνη |
μανία <αρχ. μανία < μαίνομαι |
μανιάζω βλ. μανίζω |
μανιασμένος |
μανιακός <μανία |
μάνιασμα <μανιάζω |
μανίζω από το αρχ. ἐμάνησαν, γ' πληθ. αορ. του μαίνομαι |
μανιώδης <αρχ. μανιώδης < μανία |
μανιωδώς |
μανιώνω <μανία |
μάνιωμα <μανιώνω |
μέντορας < μεν- |
μνεία < αρχ. μνῶμαι |
μνήστρο < θ. μνησ- < ἔ-μνησ-α, αόρ. του μνῶμαι) + επίθημα -τρον |
Τα πάντα για τα αρχαία
Μπορείτε να μετακινήσετε αυτό το παράθυρο
Είμαι |
Σας ευχαριστούμε!