Περισσότερα: Λυσάρι Αρχαίων Μετάφραση, Συντακτικό, Ασκήσεις Επεκτάσεις Περιηγητών Τα λεξικά όπου και εάν είστε μόνο με ένα κλικ Ορθογράφος Νέας Ορθογράφος Νέας Ελληνικής στο Microsoft Word Ελληνομάθεια Δημοτικού Γλώσσα Δημοτικού: Απαντήσεις, Ασκήσεις, Λεξικά και Παιχνίδια Συντακτικό - Ασκήσεις Δημιουργία Συντακτικού και ασκήσεων Αρχαίας μόνο με κλικ |
Η μεγαλύτερη πύλη της αρχαίας και νέας ελληνικής |
Δείτε και: Κλίση Αρχαίας LSJ Αρχ. Ελλην. Γραμματεία Κλίση Νέας Συνώνυμα - Σημασία Γνωμικά κ.ά. Λεξικά Δημοτικού Βικιπ.
γίνομαι <μτγν. γίνομαι < αρχ. γίγνομαι |
γίγνεσθαι απρμφ. ενεστ. του αρχ. ρ. γίγνομαι |
γίνεται |
γινόμενο ουδ. μτχ. του ρ. γίνομαι |
γίνωμα <γίνομαι |
γινωμένος μτχ. παθητ. πρκμ. του ρ. γίνομαι |
γινωσιά |
γένωμα |
γενωμένος |
γεγονός < αρχ. < γέγονα πρκμ. του γίγνομαι |
γεγονοτικός |
γεγονότα |
γεγενημένα πληθ. ουδ. μτχ. παθ. πρκμ. του αρχ. ρ. γίγνομαι |
γένος < αρχ. < γεν-, γίγνομαι |
γενεά < αρχ. < γενη- < γενέσθαιτου γίγνομαι |
γενιά <αρχ. γενεά < γενέσθαι του γίγνομαι |
γένεση < αρχ. γένεσις < ἐγενόμην αόρ. β' του γίγνομαι |
γενέτειρα <αρχ. γενέτειρα, θηλ. του γενέτωρ |
γενετήσιος <μτγν. γενετήσιος < γενέτης "πατέρας" |
γενετική |
γενετικός <αρχ. γενέτης |
γενετιστής <γενετική |
γενέτωρ < γενε- < γίγνομαι |
γενέτης < γενε- < γίγνομαι |
γενεσιακός <αρχ. γενεσιακός < γένεσις |
γενέσιον < γενέτης |
γενέθλιος < αρχ. γένεθλον < γενέθλη < γενεά |
γενέθλια |
γενεθλιακός |
γνήσιος < *γνήτιος < *γνητός < γενη- < γένος |
γνησίως |
γνησιότητα <αρχ. γνησιότης < γνήσιος |
γονέας < αρχ. γονεύς < γον- ρ. του γίγνομαι |
γονιός <γονέος < γονέων, γεν. πληθ. του γονεύς |
γονείς |
γονεϊκός |
γονεϊκότητα |
γονικά |
γονικάρης |
γονικάτορας |
γονικότης |
γόνος < αρχ. < γον-, ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας γεν- |
γονικός <μσν. γονικός < γονεύς |
γονή < αρχ. < ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας γεν- |
γονάδα < γαλλ. gοnade < αρχ. γονή "το σύνολο των απογόνων" |
γονίδιο < νεολατιν. gonidium < γόνος |
γονιδιακός <γονίδια |
γονιδίωμα |
γονιδιωματική |
γονιδιωματικός |
γονιμικός |
γόνιμος < γόνος |
γονιμότητα <μτγν. γονιμότης < γόνιμος |
γενικός < αρχ. ἐγενόμην αόρ. β' του γίγνομαι |
γενικώς |
γενική |
γενικότητα <γενικός |
γενικότητες |
γενικούρες |
γενικεύω <γενικός |
γενικεύεται |
γενικευμένος |
γενίκευση <γενικεύω |
γενικεύσιμος <γενικεύω |
γενικευτικός <γενικεύω |
Τα πάντα για τα αρχαία
Η Lexigram αλλάζει: Μαζί με σοβαρές αναβαθμίσεις, καταργούμε τους κωδικούς πρόσβασης που μπερδεύουν. Εάν έχετε Κωδικό Πρόσβασης, ισχύει κανονικά. Το μόνο που χρειάζεται να κάνετε είναι είτε να εγγραφείτε εάν δεν το έχετε κάνει (γίνεται μία φορά) είτε να συνδεθείτε.
Εάν έχετε πληρώσει για συνδρομή ΔΕΝ σημαίνει ότι έχετε εγγραφεί. Θα πρέπει να εγγραφείτε (ΝΑ ΦΤΙΑΞΕΤΕ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ).
Όσοι πήρατε τη συνδρομή σας με το παλιό σύστημα, δηλαδή με Κωδικό Πρόσβασης, όταν εγγραφείτε ή την πρώτη φορά μόνο που θα συνδεθείτε, θα εισαγάγετε και τον Κωδικό Πρόσβασης.
Εάν δεν έχετε εγγραφεί:
(Θα εγγραφείτε μία φορά, και μετά από τις άλλες συσκευές σας, απλά θα συνδεθείτε με το Email και το Password που ορίσατε στην εγγραφή)
Εάν έχετε ήδη δημιουργήσει τον λογαριασμό σας:
Η Lexigram αλλάζει: Μαζί με σοβαρές αναβαθμίσεις, καταργούμε τους κωδικούς πρόσβασης που μπερδεύουν. Εάν έχετε Κωδικό Πρόσβασης, ισχύει κανονικά. Το μόνο που χρειάζεται να κάνετε είναι είτε να εγγραφείτε εάν δεν το έχετε κάνει (γίνεται μία φορά) είτε να συνδεθείτε.
Εάν έχετε πληρώσει για συνδρομή ΔΕΝ σημαίνει ότι έχετε εγγραφεί. Θα πρέπει να εγγραφείτε (ΝΑ ΦΤΙΑΞΕΤΕ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ).
Όσοι πήρατε τη συνδρομή σας με το παλιό σύστημα, δηλαδή με Κωδικό Πρόσβασης, όταν εγγραφείτε ή την πρώτη φορά μόνο που θα συνδεθείτε, θα εισαγάγετε και τον Κωδικό Πρόσβασης.
Εάν δεν έχετε εγγραφεί:
(Θα εγγραφείτε μία φορά, και μετά από τις άλλες συσκευές σας, απλά θα συνδεθείτε με το Email και το Password που ορίσατε στην εγγραφή)
Εάν έχετε ήδη δημιουργήσει τον λογαριασμό σας:
Μπορείτε να μετακινήσετε αυτό το παράθυρο
Είμαι |