Περισσότερα: Μοναδικά Λεξικά Δείτε διαδραστικά τα λεξικά και λογισμικά μας της νέας και της αρχαίας Αρχαία Ελλ. Γραμμ. Κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας Λεξιδρόμιο Παιχνίδια-Ασκήσεις Νέας-Αρχαίας μόνο με κλικ Πολυτονικός Ορθογράφος είναι και Αυτόματος Πολυτονιστής, χρησιμοποιεί τέσσερα λεξικά και δεν κάνει κανένα λάθος Επεκτάσεις Περιηγητών Τα λεξικά όπου και εάν είστε μόνο με ένα κλικ |
Η μεγαλύτερη πύλη της αρχαίας και νέας ελληνικής |
Λέξη: βάλλω (Liddell Scott Jones - Ερμηνευτικό Αρχαίας)
Δείτε και: Κλίση Αρχαίας Αρχ. Ελλην. Γραμματεία Κλίση Νέας Συνώνυμα - Σημασία Γνωμικά κ.ά. Ομόρριζα Λεξικά Δημοτικού
Επιτομή LSJ - Πελεκάνου
Λήμμα: βάλλω
λεξικό LSJ (Liddell-Scott-Jones)
Λήμμα: βάλλω
Δείτε και: Κλίση Αρχαίας Αρχ. Ελλην. Γραμματεία Κλίση Νέας Συνώνυμα - Σημασία Γνωμικά κ.ά. Ομόρριζα Λεξικά Δημοτικού
(√ΒΑΛ), μέλ. βαλῶ, Ιων. βαλέω, σπάνια βαλλήσω· αόρ. βʹ ἔβαλον, Ιων. απαρ. βαλέειν· παρακ. βέβληκα· υπερσ. ἐβεβλήκειν, Επικ. βεβλήκειν· Μέσ. γʹ ενικ. Ιων. παρατ. βαλλέσκετο· μέλ. βαλοῦμαι· αόρ. βʹ ἐβαλόμην, Ιων. προστ. βαλεῦ· Παθ. μέλ. βληθήσομαι και βεβλήσομαι· Παθ. αόρ. ἐβλήθην· στον Όμηρ. υπάρχει ένας συγκεκ. τύπος γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αόρ. ἔβλητο, υποτ. βλήεται (αντί βλῆται), βʹ ενικ. ευκτ. βλῇο ή βλεῖο· απαρ. βλῆσθαι· μτχ. βλήμενος· Παθ. παρακ. βέβλημαι, Ιων. γʹ πληθ. βεβλήαται· Παθ. υπερσ. ἐβεβλήμην, Ιων. γʹ πληθ. ἐβεβλήατο. Α. Ενεργ., ρίχνω, I. 1. με αιτ. προσ. ή πράγμ., ρίχνω με στόχο να χτυπήσω, χτυπώ κάποιον με οποιοδήποτε βλήμα, αντίθ. προς τα ρ. που σημαίνουν "χτυπώ ενώ έχω το όπλο στο χέρι" (τύπτω, οὐτάω), βλήμενος ἠὲ τυπείς, σε Ομήρ. Ιλ.· με διπλή αιτ. προσ. και μέρους, μιν βάλε μηρὸν ὀϊστῷ, στο ίδ.· με προστιθέμενο σύστ. αντ., ἕλκος, τό μιν βάλε, πληγή, τραύμα το οποίο αυτός του δημιούργησε, στο ίδ.· επίσης, βάλε κατ' ἀσπίδα, χτύπησε επάνω στην ασπίδα, στο ίδ. 2. λέγεται για πράγματα, ἡνίοχον ῥαθάμιγγες ἔβαλλον, στο ίδ.· χρησιμοποιείται για τον ήλιο, ἀκτῖσιν ἔβαλλεν (χθόνα), σε Ομήρ. Οδ.· προσβάλλω τις αισθήσεις, λέγεται για τον ήχο, κτύπος οὔατα βάλλει, σε Ομήρ. Ιλ. 3. μεταφ., βάλλω τινὰ κακοῖς, φθόνῳ, ψόγῳ, πλήττω κάποιον με ονειδισμούς, σε Σοφ. κ.α.· φθόνος βάλλει τινά, σε Αισχύλ. II. 1. με αιτ. του όπλου που χρησιμοποιείται προς ρίψη, ρίχνω, εξακοντίζω, βαλὼν βέλος, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐν νηυσὶν πῦρ βάλλειν, στο ίδ.· με δοτ. του βλήματος, του μέσου, ρίχνω, πλήττω με κάποιο πράγμα, χερμαδίοισι βάλλον, στο ίδ.· βέλεσι βάλλειν τινά, σε Ομήρ. Οδ.· βάλλειν ἐπί τινα, ρίχνω εναντίον κάποιου, σε Θουκ.· ἐπὶ σκοπὸν ή σκοποῦ βάλλειν, σε Ξεν. 2. γενικά, λέγεται για κάθε είδους βαλλόμενο πράγμα, εἰς ἅλα λύματ' ἔβαλλον, σε Ομήρ. Ιλ., κ.α.· χρησιμοποιείται για πρόσωπα, βάλλειν τινὰ ἐν κονίῃσιν, ἐν δαπέδῳ, σε Όμηρ. κ.α.· μεταφ., ἐς κακὸν βάλλειν τινά, σε Ομήρ. Οδ.· βάλλειν τινὰ ἐς φόβον, σε Ευρ.· επίσης, ἐν αἰτίᾳ ή αἰτίᾳ βάλλειν τινά, σε Σοφ. 3. αφήνω κάτι να πέσει, ἑτέρωσε κάρη βάλεν, σε Ομήρ. Ιλ.· βάλλειν ἀπὸ δάκρυ παρειῶν, σε Ομήρ. Οδ. 4. λέγεται για τα μάτια, ἑτέρωσε βάλ' ὄμματα, στρέφω το βλέμμα μου σε άλλη κατεύθυνση, στο ίδ. κ.α. 5. με χαλαρότερη έννοια, πετώ, τοποθετώ, εναποθέτω, ἐν στήθεσσι μένος βάλε, σε Ομήρ. Ιλ.· ὅπως... φιλότητα μετ' ἀμφοτέροισι βάλωμεν, μπορούμε να βάλουμε τη φιλία μεταξύ τους, στο ίδ.· βάλλειν τί τινι ἐν θυμῷ, σε Ομήρ. Οδ.· ἐς θυμὸν βάλλειν, βάζω στην καρδιά μου (με τη σημασία του Μέσ. τύπου), σε Σοφ. 6. βάλλω ολόγυρα, ἀμφ' ὀχέεσσι βάλε κύκλα, σε Ομήρ. Ιλ.· επιπλέον λέγεται για ενδύματα και όπλα, ἀμφὶ δ' Ἀθήνη ὤμοις... βάλ' αἰγίδα, στο ίδ. 7. η μτχ. βαλών μερικές φορές προστίθεται, όπως το λαβών ή το ἔχων, στο τέλος της πρότασης ή της περιόδου σχεδόν κατά τρόπο πλεοναστικό, σε Σοφ. III. 1. αμτβ., ποταμὸς εἰς ἅλα βάλλων, ο ποταμός χύνεται, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐν πέδῳ βαλῶ (ενν. ἐμαυτήν), σε Αισχύλ. 2. ομοίως στην καθομιλουμένη, βάλλ' ἐς κόρακας, εξαφανίσου! πήγαινε απ' εδώ, γκρεμίσου! Λατ. pasce corvos! abi in malam rem! σε Αριστοφ.Β. I. 1. Μέσ., θέτω, βάζω σε κάτι δικό μου, ὡς ἐνὶ θυμῷ βάλλευ, για να το βάλεις στο νου σου, σε Ομήρ. Οδ.· ἐςθυμὸν βάλλεσθαί τι, σε Ηρόδ.· ἐφ' ἑωυτοῦ βαλόμενος, κατά την προσωπική κρίση κάποιου, από μόνος του, στον ίδ. 2. τόξα ἤ ξίφος ἀμφ' ὤμοις βάλλεσθαι, ρίχνω γύρω απ' τους ώμους μου τα τόξα ή το ξίφος, σε Ομήρ. Ιλ. 3. ἐς γαστέρα βάλλεσθαι, λέγεται για γυναίκες, συλλαμβάνω, καθίσταμαι έγκυος, σε Ηρόδ. 4. βάζω θεμέλια, βάσεις, ξεκινώ να δημιουργώ κάτι, οἰκοδομίαν, στρατόπεδον, σε Πλάτ., κ.α.· βάλλειν ἄγκυραν, ρίχνω άγκυρα, σε Ηρόδ. II. σπανιότερα, χρόα βάλλεσθαι λουτροῖς, ρίχνω νερό στο σώμα μου, λούζομαι, σε Ομηρ. Ύμν.
(√ΒΑΛ), μέλ. βαλῶ, Ιων. βαλέω, σπάνια βαλλήσω· αόρ. βʹ ἔβαλον, Ιων. απαρ. βαλέειν· παρακ. βέβληκα· υπερσ. ἐβεβλήκειν, Επικ. βεβλήκειν· Μέσ. γʹ ενικ. Ιων. παρατ. βαλλέσκετο· μέλ. βαλοῦμαι· αόρ. βʹ ἐβαλόμην, Ιων. προστ. βαλεῦ· Παθ. μέλ. βληθήσομαι και βεβλήσομαι· Παθ. αόρ. ἐβλήθην· στον Όμηρ. υπάρχει ένας συγκεκ. τύπος γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αόρ. ἔβλητο, υποτ. βλήεται (αντί βλῆται), βʹ ενικ. ευκτ. βλῇο ή βλεῖο· απαρ. βλῆσθαι· μτχ. βλήμενος· Παθ. παρακ. βέβλημαι, Ιων. γʹ πληθ. βεβλήαται· Παθ. υπερσ. ἐβεβλήμην, Ιων. γʹ πληθ. ἐβεβλήατο. Α. Ενεργ., ρίχνω, I. 1. με αιτ. προσ. ή πράγμ., ρίχνω με στόχο να χτυπήσω, χτυπώ κάποιον με οποιοδήποτε βλήμα, αντίθ. προς τα ρ. που σημαίνουν "χτυπώ ενώ έχω το όπλο στο χέρι" (τύπτω, οὐτάω), βλήμενος ἠὲ τυπείς, σε Ομήρ. Ιλ.· με διπλή αιτ. προσ. και μέρους, μιν βάλε μηρὸν ὀϊστῷ, στο ίδ.· με προστιθέμενο σύστ. αντ., ἕλκος, τό μιν βάλε, πληγή, τραύμα το οποίο αυτός του δημιούργησε, στο ίδ.· επίσης, βάλε κατ' ἀσπίδα, χτύπησε επάνω στην ασπίδα, στο ίδ. 2. λέγεται για πράγματα, ἡνίοχον ῥαθάμιγγες ἔβαλλον, στο ίδ.· χρησιμοποιείται για τον ήλιο, ἀκτῖσιν ἔβαλλεν (χθόνα), σε Ομήρ. Οδ.· προσβάλλω τις αισθήσεις, λέγεται για τον ήχο, κτύπος οὔατα βάλλει, σε Ομήρ. Ιλ. 3. μεταφ., βάλλω τινὰ κακοῖς, φθόνῳ, ψόγῳ, πλήττω κάποιον με ονειδισμούς, σε Σοφ. κ.α.· φθόνος βάλλει τινά, σε Αισχύλ. II. 1. με αιτ. του όπλου που χρησιμοποιείται προς ρίψη, ρίχνω, εξακοντίζω, βαλὼν βέλος, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐν νηυσὶν πῦρ βάλλειν, στο ίδ.· με δοτ. του βλήματος, του μέσου, ρίχνω, πλήττω με κάποιο πράγμα, χερμαδίοισι βάλλον, στο ίδ.· βέλεσι βάλλειν τινά, σε Ομήρ. Οδ.· βάλλειν ἐπί τινα, ρίχνω εναντίον κάποιου, σε Θουκ.· ἐπὶ σκοπὸν ή σκοποῦ βάλλειν, σε Ξεν. 2. γενικά, λέγεται για κάθε είδους βαλλόμενο πράγμα, εἰς ἅλα λύματ' ἔβαλλον, σε Ομήρ. Ιλ., κ.α.· χρησιμοποιείται για πρόσωπα, βάλλειν τινὰ ἐν κονίῃσιν, ἐν δαπέδῳ, σε Όμηρ. κ.α.· μεταφ., ἐς κακὸν βάλλειν τινά, σε Ομήρ. Οδ.· βάλλειν τινὰ ἐς φόβον, σε Ευρ.· επίσης, ἐν αἰτίᾳ ή αἰτίᾳ βάλλειν τινά, σε Σοφ. 3. αφήνω κάτι να πέσει, ἑτέρωσε κάρη βάλεν, σε Ομήρ. Ιλ.· βάλλειν ἀπὸ δάκρυ παρειῶν, σε Ομήρ. Οδ. 4. λέγεται για τα μάτια, ἑτέρωσε βάλ' ὄμματα, στρέφω το βλέμμα μου σε άλλη κατεύθυνση, στο ίδ. κ.α. 5. με χαλαρότερη έννοια, πετώ, τοποθετώ, εναποθέτω, ἐν στήθεσσι μένος βάλε, σε Ομήρ. Ιλ.· ὅπως... φιλότητα μετ' ἀμφοτέροισι βάλωμεν, μπορούμε να βάλουμε τη φιλία μεταξύ τους, στο ίδ.· βάλλειν τί τινι ἐν θυμῷ, σε Ομήρ. Οδ.· ἐς θυμὸν βάλλειν, βάζω στην καρδιά μου (με τη σημασία του Μέσ. τύπου), σε Σοφ. 6. βάλλω ολόγυρα, ἀμφ' ὀχέεσσι βάλε κύκλα, σε Ομήρ. Ιλ.· επιπλέον λέγεται για ενδύματα και όπλα, ἀμφὶ δ' Ἀθήνη ὤμοις... βάλ' αἰγίδα, στο ίδ. 7. η μτχ. βαλών μερικές φορές προστίθεται, όπως το λαβών ή το ἔχων, στο τέλος της πρότασης ή της περιόδου σχεδόν κατά τρόπο πλεοναστικό, σε Σοφ. III. 1. αμτβ., ποταμὸς εἰς ἅλα βάλλων, ο ποταμός χύνεται, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐν πέδῳ βαλῶ (ενν. ἐμαυτήν), σε Αισχύλ. 2. ομοίως στην καθομιλουμένη, βάλλ' ἐς κόρακας, εξαφανίσου! πήγαινε απ' εδώ, γκρεμίσου! Λατ. pasce corvos! abi in malam rem! σε Αριστοφ.Β. I. 1. Μέσ., θέτω, βάζω σε κάτι δικό μου, ὡς ἐνὶ θυμῷ βάλλευ, για να το βάλεις στο νου σου, σε Ομήρ. Οδ.· ἐςθυμὸν βάλλεσθαί τι, σε Ηρόδ.· ἐφ' ἑωυτοῦ βαλόμενος, κατά την προσωπική κρίση κάποιου, από μόνος του, στον ίδ. 2. τόξα ἤ ξίφος ἀμφ' ὤμοις βάλλεσθαι, ρίχνω γύρω απ' τους ώμους μου τα τόξα ή το ξίφος, σε Ομήρ. Ιλ. 3. ἐς γαστέρα βάλλεσθαι, λέγεται για γυναίκες, συλλαμβάνω, καθίσταμαι έγκυος, σε Ηρόδ. 4. βάζω θεμέλια, βάσεις, ξεκινώ να δημιουργώ κάτι, οἰκοδομίαν, στρατόπεδον, σε Πλάτ., κ.α.· βάλλειν ἄγκυραν, ρίχνω άγκυρα, σε Ηρόδ. II. σπανιότερα, χρόα βάλλεσθαι λουτροῖς, ρίχνω νερό στο σώμα μου, λούζομαι, σε Ομηρ. Ύμν.
Μπορείτε να μετακινήσετε αυτό το παράθυρο
Συγγραφέας | |
Τίτλος | |
Κείμενο |
Είμαι |
Σας ευχαριστούμε!