Περισσότερα: Μοναδικά Λεξικά Δείτε διαδραστικά τα λεξικά και λογισμικά μας της νέας και της αρχαίας Αρχαία Ελλ. Γραμμ. Κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας Λεξιδρόμιο Παιχνίδια-Ασκήσεις Νέας-Αρχαίας μόνο με κλικ Πολυτονικός Ορθογράφος είναι και Αυτόματος Πολυτονιστής, χρησιμοποιεί τέσσερα λεξικά και δεν κάνει κανένα λάθος Επεκτάσεις Περιηγητών Τα λεξικά όπου και εάν είστε μόνο με ένα κλικ |
Η μεγαλύτερη πύλη της αρχαίας και νέας ελληνικής |
Λέξη: βάζω (Λεξικά Δημοτικού)
Δείτε και: Κλίση Αρχαίας LSJ Αρχ. Ελλην. Γραμματεία Κλίση Νέας Συνώνυμα - Σημασία Γνωμικά κ.ά. Ομόρριζα
Δείτε και: Κλίση Αρχαίας LSJ Αρχ. Ελλην. Γραμματεία Κλίση Νέας Συνώνυμα - Σημασία Γνωμικά κ.ά. Ομόρριζα
Ετυμολογία: [<αρχ. βιβάζω]
| Ελληνοαγγλικό λεξικό:βάζω (τοποθετώ) put, place, lay ‖ (φορώ) put on, change into ‖ (χώνω) insert ‖ (βάζω κάποιον να κάνει κάτι) make (sb do sth), have (sb do sth), get (sb to do sth) ‖ (συνυπολογίζω) include.
- Βάζεις ζάχαρη...; Do you take sugar (e.g. in your tea)? - βάζω εμπρός, βάζω μπροστά (ξεκινώ) start, get / set (sth) going ‖ set up (a business). - βάζω ένα χεράκι give / lend a hand. - βάζω κατά μέρος put / set / lay aside. - βάζω λυτούς και δεμένους pull every string, move heaven and earth. - βάζω μυαλό see sense, come to one’s senses. - βάζω παραγγελία place an order. - βάζω πίσω / στη θέση του put back, put away. - βάζω σε κόπο put (sb) to a lot of trouble. - βάζω στην άκρη put by, put / set / lay aside ‖ (για συγκεκριμένη χρήση) earmark. - βάζω στοίχημα bet. - βάζω τα γέλια / τα κλάματα burst into laughter / tears, burst out laughing / crying. - βάζω τα δυνατά μου do one’s best. - βάζω τα καλά μου dress up. - βάζω τις φωνές start shouting. - βάζω το μυαλό μου να δουλέψει use one’s head. - βάζω τραπέζι lay / set the table. - βάζω φιλμ στη μηχανή load the camera. - βάζω φωτιά set fire (to a car) ‖ start a fire. - βάλθηκα να... I set out to (do sth). - δεν το βάζω κάτω not give in, not quit. - μην το βάζεις κάτω never say die. - τα βάζω κάτω (και καταλήγω σε συμπέρασμα) put two and two together. - τα βάζω με (κάποιον) (καβγαδίζω) quarrel with (sb) ‖ (επιπλήττω) pick on (sb). - το βάζω στα πόδια run away, run off, bolt. |
Τα πάντα για τα αρχαία
Μπορείτε να μετακινήσετε αυτό το παράθυρο
Είμαι |
Σας ευχαριστούμε!