Περισσότερα: Μοναδικά Λεξικά Δείτε διαδραστικά τα λεξικά και λογισμικά μας της νέας και της αρχαίας Αρχαία Ελλ. Γραμμ. Κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας Λεξιδρόμιο Παιχνίδια-Ασκήσεις Νέας-Αρχαίας μόνο με κλικ Πολυτονικός Ορθογράφος είναι και Αυτόματος Πολυτονιστής, χρησιμοποιεί τέσσερα λεξικά και δεν κάνει κανένα λάθος Επεκτάσεις Περιηγητών Τα λεξικά όπου και εάν είστε μόνο με ένα κλικ |
Η μεγαλύτερη πύλη της αρχαίας και νέας ελληνικής |
Λέξη: χαλώ (Το μεγαλύτερο λεξικό Συνωνύμων - Αντιθέτων)
Δείτε και: Κλίση Αρχαίας LSJ Αρχ. Ελλην. ΓραμματείαΚλίση Νέας Γνωμικά κ.ά. Ομόρριζα Λεξικά Δημοτικού
Ετυμολογία: [<αρχ. χαλῶ "χαλαρώνω"]
Δείτε και: Κλίση Αρχαίας LSJ Αρχ. Ελλην. Γραμματεία
Ετυμολογία: [<αρχ. χαλῶ "χαλαρώνω"]
Επιλέξτε μία από τις σημασίες της λέξης για να δείτε τα συνώνυμά της | Ένδεικτικό συνώνυμο | Μέρος |
---|---|---|
κάνω να πέσει κτίσμα στο έδαφος μετατρέποντάς το σε ερείπια (η κατολίσθηση χάλασε το πατρικό μου σπίτι) (Έχει αντίθετα) | γκρεμίζω | Ρ. μετ. 306 |
διαπράττω ανθρωποκτονία (τους έστησαν καρτέρι και τους χαλάσανε όλους) | φονεύω | Ρ. μετ. 504 |
με γενετήσια πράξη προκαλώ ρήξη του παρθενικού υμένα κοπέλας (-παλαιότ.- Και την Τούλα; Τη χάλασες και τώρα θα τη γελάσεις και θα την απαρατήξεις; (Δ. Παπαμάρκος)) | διακορεύω | Ρ. 625 |
οδηγώ κάποιον σε ανήθικη ζωή, κακές συνήθειες (την έχουν χαλάσει οι κακές συναναστροφές) | χαλνώ | Ρ. μετ. 1017 |
καταργώ, ακυρώνω την ύπαρξη ενός δεσμού, συμφωνίας, κτλ. (χάλασε τον αρραβώνα) (Έχει αντίθετα πεδίου) | λύνω | Ρ. μετ. 1055 |
συνηθίζω κάποιον στις ευκολίες και ανέσεις, ικανοποιώ όλες τις απαιτήσεις του, κάνοντάς ιδιότροπο, εγωιστή (τον χάλασε η γιαγιά του που του έκανε όλα τα χατίρια) | κακομαθαίνω | Ρ. μετ. 1072 |
καταστρέφομαι (για πράγμα) (το ραδιόφωνο έπεσε κάτω και χάλασε) | χαλνώ | Ρ. αμετ. 1102 |
για κάτι που εμποδίζεται η πραγματοποίησή του (χάλασαν τα σχέδιά μας λόγω καιρού) | ανατρέπομαι | Ρ. 1119 |
εμποδίζω να πραγματοποιηθεί κάτι (η ξαφνική μπόρα μάς χάλασε τα σχέδια για πικνίκ) | ανατρέπω | Ρ. μετ. 1119 |
κάνω κάτι χειρότερο ποιοτικά (για εμπορεύματα κτλ.) (το ζαχαροπλαστείο αυτό έχει χαλάσει τα γλυκά του) (Έχει αντίθετα πεδίου) | χαλνώ | Ρ. μετ. 1127 |
προξενώ σε κάτι τόσο μεγάλη ζημιά, ώστε να γίνει σχεδόν ή εντελώς άχρηστο ή μη εκμεταλλεύσιμο (χάλασε όλα του τα παιχνίδια) (Έχει αντίθετα) | χαλνώ | Ρ. μετ. 1144 |
υφίσταμαι βλάβη, ζημιά, φθορά, καταστροφή (για πράγματα, μηχανισμούς, κατασκευές) (χάλασε το πλυντήριο) | παθαίνω | Ρ. αμετ. 1144 |
κάνω κάποιον ή κάτι άσχημο (αυτό το χτένισμα σε χαλάει) (Έχει αντίθετα) | ασχημαίνω | Ρ. μετ. 1158 |
γίνομαι άσχημος ή λιγότερο όμορφος (ήταν πολύ όμορφη μικρή, αλλά χάλασε μόλις μεγάλωσε) (Έχει αντίθετα) | ασχημαίνω | Ρ. αμετ. 1158 |
παθαίνω υλική βλάβη σιγά σιγά (παίζει συνεχώς μπάλα και έχουν χαλάσει τα παπούτσια του) | φθείρομαι | Ρ. αμετ. 1191 |
για αποσύνθεση ιδίως τροφίμων (η παραμονή των τροφίμων εκτός ψυγείου μπορεί να τα χαλάσει) (Έχει αντίθετα) | αλλοιώνω | Ρ. μετ. 1193 |
υφίσταμαι αλλοίωση (για τρόφιμα) (τα μακαρόνια χάλασαν και τα πετάξαμε) (Έχει αντίθετα) | αλλοιώνομαι | Ρ. αμετ. 1193 |
καταναλώνω περισσότερο από όσο πρέπει (χαλάμε πολύ νερό / ηλεκτρικό) | ξοδεύω | Ρ. μετ. 1201 |
δίνω χρήματα για να αποκτήσω κάτι (χάλασα πολλά στα μπουζούκια) (Έχει αντίθετα) | ξοδεύω | Ρ. 1215 |
ανταλλάσσω νόμισμα με άλλα μικρότερης ονομαστικής αλλά ίσης συνολικής αξίας (έχεις να μου χαλάσεις εκατό ευρώ;) | αλλάζω | Ρ. μετ. 1220 |
κάνω κάποιον να χάσει το κέφι, την ευδιαθεσία του (με χαλάει {με χαλάει η αδιαφορία της ‖ τι δηλαδή, σε χαλάει που απαλλάχτηκες από δαύτη;) (Έχει αντίθετα πεδίου) | ρίχνω | Ρ. μετ. 1281 |
αλλοιώνονται ή καταστρέφονται τα ηθικά στοιχεία μου (έχει χαλάσει η νεολαία μας) | εκφαυλίζομαι | Ρ. αμετ. 1363 |
για επέλευση κακοκαιρίας (χαλάει ο καιρός) (Έχει αντίθετα) | σκουντουφλιάζει | Ρ. τριτ. 440 |
μεταβάλλεται προς το χειρότερο ο τρόπος που εξελίσσεται κάτι (χάλασε το συνοικέσιο) | στραβώνει | Ρ. τριτ. 1127 |
καταναλώνομαι (για χρήματα) (χαλιούνται πολλά χρήματα για τις σπουδές του) | δαπανώμαι | Ρ. 1215 |
αισθάνομαι λύπη για κάτι δυσάρεστο (εντάξει, δεν με κάλεσε στο πάρτι του, για τέτοια πράγματα εγώ δεν χαλιέμαι) (Έχει αντίθετα) | λυπάμαι | Ρ. αμετ. 1280 |
που έχει γκρεμιστεί (χαλασμένοι τοίχοι) (Έχει αντίθετα) | γκρεμισμένος | Επίθ. 306 |
που έχει πάθει βλάβη, ζημιά, που δεν λειτουργεί (χαλασμένο ρολόι) (Έχει αντίθετα) | Επίθ. 1126 | |
φθαρμένος εσωτερικά (κούφιο δόντι) (Έχει αντίθετα πεδίου) | κούφιος | Επίθ. 1191 |
που υπέστη αλλοίωση, αποσύνθεση (χαλασμένο γάλα) (Έχει αντίθετα) | αλλοιωμένος | Επίθ. 1193 |
Τα πάντα για τα αρχαία
Δεν μου κάνουν οι προτάσεις διόρθωσης
Μπορείτε να μετακινήσετε αυτό το παράθυρο
Είμαι |
Σας ευχαριστούμε!